αστρακιά

αστρακιά
η
1. η αρρώστια αστρακιά
2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη
3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία < ουσ. αστράκα (συνηθέστερο αστράχα «το άκρο της στέγης που εξέχει του τοίχου, το γείσο») < *οστράκα, με προληπτική αφομοίωση του ο- σε α < όστρακον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλκυονάρια — (alcyonaria). Τάξη θαλάσσιων οκτωκοράλλιων ανθοζώων. Τα ζώα αυτά είναι πολύποδα και σχηματίζουν αποικίες με τη μορφή μιας λευκής ή κοκκινωπής σάρκινης μάζας. Το σχήμα της αποικίας διαφέρει ανάλογα με το είδος. Συνήθως είναι δενδρώδες ή έχει σχήμα …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”