- αστρακιά
- η1. η αρρώστια αστρακιά2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία < ουσ. αστράκα (συνηθέστερο αστράχα «το άκρο της στέγης που εξέχει του τοίχου, το γείσο») < *οστράκα, με προληπτική αφομοίωση του ο- σε α < όστρακον].
Dictionary of Greek. 2013.